- μεταμεσημβρινός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετά τη μεσημβρία και μέχρι την εσπέρα χρονικό διάστημα, απογευματινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + μεσημβρινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.